- μπαντανάς
- ο обл побелка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαντανάς — ο βάψιμο τοίχων με υδρόχρωμα, το ασβέστωμα, το άσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. badana] … Dictionary of Greek